- στόφα
- η(λ. ιταλ.), ύφασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
στόφ(φ)α — η, Ν 1. (υφαντ.) καλής ποιότητας ύφασμα, σχετικά χονδρό, το οποίο φέρει ελαφρώς προεξέχοντα σχέδια υφασμένα με νήματα μεταξιού, χρυσού ή αργύρου και χρησιμοποιείται σε κουρτίνες και ταπετσαρίες επιπλώσεων 2. (γενικά) ύφασμα 3. τα ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
stofă — STÓFĂ, stofe, s.f. Ţesătură de lână sau de fibre sintetice, mai groasă decât pânza, întrebuinţată pentru confecţionarea îmbrăcămintei, pentru tapisarea mobilei etc. ♦ fig. (Cu determinări introduse prin prep. de ) Predispoziţie, aptitudine,… … Dicționar Român